- συγκάλυμμα
- -ατος τό N 3 2-0-0-0-0=2 Dt 23,1; 27,20covering, protection (skirt of the father’s cloak); neol.Cf. DOGNIEZ 1992, 258; WEVERS 1995, 363
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συγκάλυμμα — a covering nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάλυμμα — ύμματος, τὸ, Α [συγκαλύπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκαλύπτω … Dictionary of Greek
συγκαλυμμός — συγκάλυμμα a covering masc nom sg συγκαλυμμός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύμματι — συγκάλυμμα a covering dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλυμμός — ὁ, Α [συγκαλύπτω] συγκάλυμμα* … Dictionary of Greek